- φρυγικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φρύγες ή τη Φρυγία: Φρυγικός σκούφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρυγικός — ή, ό / φρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ [Φρυγία] φρύγιος (II) νεοελλ. μσν. «φρυγική δυναστεία» δυναστεία που εγκαθιδρύθηκε στον θρόνο τού Βυζαντίου από τον Μιχαήλ Τραυλό και έκλεισε με την βασιλεία τού Μιχαήλ Γ΄, δηλαδή από το 820 έως το 867, αλλ. δυναστεία… … Dictionary of Greek
έλυμος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους φυγάδες Τρώες, νόθος γιος του Αγχίση, γενάρχης του αρχαίου σικελικού λαού των Ελύμων και επώνυμος της σικελικής πόλης Έλυμα. Έφτασε στη Σικελία πριν από τον Αινεία, μαζί με τον Αιγέστη ή Άκεστο.… … Dictionary of Greek
θρακοφρυγικός — ή, ό (για πληθυσμούς) αυτός που αποτελείται από Θράκες και Φρύγες, που ανήκει σε θρακικά και φρυγικά φύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴξ, κός + φρυγικός] … Dictionary of Greek
τετρακίνη — ἡ, Α το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά, στην καθημερινή γλώσσα τών Αρχαίων, τής λ. θριδακίνη «μαρούλι» (< θρίδαξ, ακος), με παρετυμολ. επίδραση τών σύνθ. λ. με α συνθετικό τετρ(α) * και τού επιρρ. τετράκις. Κατ … Dictionary of Greek
φρύγιος — (I) ία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) ξηρός, στεγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. ιος (πρβλ. πλάγ ιος)]. (II) α, ο / φρύγιος, ία, ον, ΝΜΑ [Φρυγία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες νεοελλ. φρ. «φρύγιος τρόπος» μουσ. ένας από τους … Dictionary of Greek
Βερέκυντες ή Βερέκυνθες — Αρχαίος φρυγικός λαός, από το όνομα του οποίου πήρε η φρυγική θεά Κυβέλη το επώνυμο Βερεκυνθία. Ο λαός αυτός κατοικούσε στα ανατολικά της Λυδίας και της Καρίας, σε περιοχές όπου στα παράλια ιδρύθηκαν οι ελληνικές αποικίες των Ιώνων … Dictionary of Greek
φρύγιος — α, ο ο φρυγικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)